Ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος (1820- 1888) ήταν γιος του Χαράλαμπου Λομβάρδου και της Ελένης Χριστοδούλου Ντελή. Μετά τα πρώτα μαθητικά χρόνια στη Ζάκυνθο, σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Μόναχο. Κατόπιν πήγε στην Ιταλία και στη Γαλλία και επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο διακρίθηκε σαν γιατρός, ιδιαίτερα στην επιδημία χολέρας του 1855. Αναμείχθηκε στην πολιτική και εκλέχθηκε βουλευτής του Ριζοσπαστικού Κόμματος στο Ι΄ Κοινοβούλιο (1852) ύστερα από αναπληρωματικές εκλογές, επειδή, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την εξορία των Φραγκίσκου Δομενεγίνη και Ιωάννη Λισγαρά, οι Ναθαναήλ Δομενεγίνης και Γουλιέλμος Μινώτος αποχώρησαν από το Κοινοβούλιο χωρίς να δώσουν όρκο. Διακρίθηκε για τους αγώνες του για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Όταν έγινε η Ένωση, επικεφαλής εβδομήντα βουλευτών, συνεργάστηκε με τον Κουμουνδούρο και έγινε Υπουργός Παιδείας, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Πρόεδρος της Βουλής το 1871 με το κόμμα του Τρικούπη. Πέθανε όντας Υπουργός Εσωτερικών.
Ο Στέφανος Παπαδάτου στα Χρονικά Ζακύνθου, τον περιγράφει γλαφυρά: «παλαιότερον εγνωρίσαμεν υπεργήρους ζήσαντας την εποχήν εκείνην. Μας τον περιέγραφον δακρύοντες, μεγαλοπρεπή, με το δασύ μαύρο μουστάκι του, επάνω εις το ιστορικό «σιδερί» άλογόν του, πλήρη σφρίγους, τρέχοντα από συνοικίας εις συνοικίαν, ηλεκτρίζοντα διά της εμφανίσεώς του τα πλήθη και παρορμούντα αυτά εις νομιμοφροσύνην και ευταξίαν.»