Ένας από τους πέντε τοπικούς αγωνιστές, που έλαβε μέρος στα γεγονότα του (Γ)Υψόλιθου, (30 Σεπτεμβρίου/12 Οκτωβρίου 1821), όπου δόθηκε αφορμή στον Άγγλο Αρμοστή Άνταμ να κηρύξει στρατιωτικό νόμο και να οδηγήσει στην αγχόνη τους Θεόδωρο Πέτα ή Γλάρο, Παναγιώτη Ρουμελιώτη, Διονύσιο Κοντονή, Αντώνιο Γράμψα ή Τζούκο και Ιωάννη Κλαυδιανό. Αφορμή για την έναρξη των επεισοδίων ήταν τα πυρά των χωρικών της Ζακύνθου προς ένα τουρκικό πλοίο, που κυνηγημένο από Ελληνικά πλοία είχε καταφύγει στην περιοχή για να γλιτώσει. Προκειμένου να συμπαρασταθούνε στους Τούρκους προστρέξανε άγγλοι στρατιώτες, και σε μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ένας στρατιώτης και τραυματίστηκε ο αρχηγός του αποσπάσματος. Ο Άνταμ καταφθάνοντας από την Κέρκυρα, κηρύσσει στρατιωτικό νόμο και συλλαμβάνει όλους εκείνους, που δημιουργούσανε κατά καιρούς προβλήματα στην αγγλική διοίκηση και άλλους μεν φυλακίζει, άλλους δε εξορίζει, ενώ δημεύει και κατεδαφίζει τα σπίτια όσων θεωρήθηκαν αρχηγοί στα επεισόδια του Υψολίθου. Συστήνει στη συνέχεια στρατοδικείο στο οποίο προεδρεύει, και καταδικάζει, με αμφιλεγόμενες μαρτυρίες, σε θάνατο τους πέντε χωρικούς που προαναφέραμε. Η εκτέλεσή τους έγινε δημόσια, με απαγχονισμό, στην πλατεία του Αγίου Νικολάου του Μόλου και τα πτώματά τους, αφού τα περιέχυσαν με καυτή πίσσα, τα έβαλαν σε σιδερένια κλουβιά και κρέμασαν, τα τέσσερα, στο λόφο του Προφήτη Ηλία, πάνω από την πόλη της Ζακύνθου σε κοινή θέα. Το κλουβί με τον Κλαυδιανό το μετέφεραν και το κρέμασαν στο χωριό του Φιολίτη, απέναντι από το σπίτι του, στο λόφο της Αγίας Ιερουσαλήμ, υποβάλλοντας σε φοβερή δοκιμασία την μητέρα του, που ήταν αναγκασμένη να ζει καθημερινά και για χρόνια αυτό το μαρτύριο. Από τότε ο λόφος της Αγίας Ιερουσαλήμ λέγεται και «Λόφος του Κρεμασμένου».